Λέξη: εύθρυπτος
Συνώνυμα: εύθρυπτος
ετοιμόρροπος, εύθραυστος
Μεταφράσεις: εύθρυπτος
εύθρυπτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
friable, crumbly, brittle
εύθρυπτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
friable, friables, desmenuzable, desmenuzables
εύθρυπτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bröcklig, bröckelig, krümelig, mürbe, brüchig, brüchigen
εύθρυπτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
friable, friables
εύθρυπτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
friabile, friabili, friable, friabilità
εύθρυπτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
friável, friáveis, friable, fri�el
εύθρυπτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brokkelig, bros, broze, brokkelige, brosse
εύθρυπτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сыпучий, хрупкий, крошащийся, рассыпчатый, ломкий, рыхлый, рыхлая, рыхлой, рыхлые, рассыпчатая
εύθρυπτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
friable, sprøtt, sprø, lettsmuldrende, pulverformerte
εύθρυπτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spröd, spröda, sprött, friable, smulas sönder
εύθρυπτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hauras, hapera, murea, mureneva, rapea, murenevia, kuohkeaa, haurasta
εύθρυπτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprødt, letsmuldrende, smuldrende, løs, sprød
εύθρυπτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drolivý, drobivý, drobivá, drobivé, sypkých, drolivá
εύθρυπτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kruchy, sypki, kruche, krucha, kruchej
εύθρυπτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
porló, omlós, morzsalékos, morzsálódó, eldörzsölhető
εύθρυπτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevrek, oynak, ufalanabilir, kırılgan, Dökme
εύθρυπτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ламкий, пухкий, рихлий, вразливий
εύθρυπτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkrifët, shkrifët
εύθρυπτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ронлив, ронлива, ронливи, ронливо, рохкава
εύθρυπτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
друзлы, рыхлы, пульхны
εύθρυπτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõmer, pudenev, murenev, pude, rabe, rabedad, mure
εύθρυπτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trošan, prhka, rastresita, rastresit, sklone usitnjavaju
εύθρυπτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
molna, sem molna, auðmulið, molna ekki, sem molna ekki
εύθρυπτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purus, puri, purūs, purią, lengvai susmulkinamas
εύθρυπτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
irdena, irdens, irdenam, irdenu, irdenie
εύθρυπτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ронлива, ронливи, ронлив, трошлива
εύθρυπτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
friabil, friabile, friabilă, produselor friabile, friabile pulvirulente
εύθρυπτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drobljiv, krušljiv, krušljiva, krušljivem, prhka
εύθρυπτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drobivý