Gezin στα ελληνικά

Μετάφραση: gezin, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Gezin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gezichtsvermogen στα ελληνικά - τοπίο, όραση, προοπτική, όψη, πανόραμα, πλευρά, άποψη, ...
  • gezien στα ελληνικά - αγαπητός, ακριβός, δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρείται, θεωρηθεί
  • gezind στα ελληνικά - minded, μυαλό, πνεύμα, ευσυνείδητος
  • gezond στα ελληνικά - ήχος, αγαθός, επωφελής, καλός, φωνή, γερός, ωφέλιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Gezin στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας