Οικιακός στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigen, bediende, binnenlands, huiselijk, inheems, vertrouwd, inlands, gezin, tam, huishouding, huishouden, huishoudelijke, huishoudelijk, huishoudens
Οικιακός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιακός

οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικιακός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικειοποιούμαι στα ολλανδικά - betamelijk, geschikt, passend, gepast, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα ολλανδικά - bekende, bekendheid, kennis, relatie, kunde, vertrouwelijkheid, intimiteit, ...
  • οικισμός στα ολλανδικά - volksplanting, plaats, dorp, kolonisatie, akkoord, overeenstemming, nederzetting, ...
  • οικιστής στα ολλανδικά - kolonist, kolonisten, bezinker, settler, bezinkinrichting
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eigen, bediende, binnenlands, huiselijk, inheems, vertrouwd, inlands, gezin, tam, huishouding, huishouden, huishoudelijke, huishoudelijk, huishoudens