Groepering στα ελληνικά

Μετάφραση: groepering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, ομάδα, ομαδοποίηση, ομίλου, ομάδας
Groepering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • groente στα ελληνικά - λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
  • groep στα ελληνικά - συσσώρευση, συγκρότημα, τοποθετώ, συρροή, ομάδα, συναρμολόγηση, σύναξη, ...
  • groet στα ελληνικά - χαιρετισμός, χαιρετισμό, ευχετήριες, ευχετήρια, χαιρετισμού
  • groeten στα ελληνικά - χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρετήσει, χαιρετίσω, χαιρετούν, χαιρετήσω
Τυχαίες λέξεις
Groepering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, ομάδα, ομαδοποίηση, ομίλου, ομάδας