Λέξη: φτωχά

Σχετικές λέξεις: φτωχά

φτωχά παιδιά στην αφρική, φτωχά μέταλλα, φτωχά παιδιά

Μεταφράσεις: φτωχά

φτωχά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
poorly, poor, poorer, the poor, poorest

φτωχά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pobremente, mal, poco, deficiente, escasamente

φτωχά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arm, schlecht, dürftig, wenig, schwach, schwer, kaum

φτωχά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médiocrement, faiblement, misérablement, pauvrement, indisposé, mal, peu

φτωχά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
male, scarsamente, poco, mal, scarsa

φτωχά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobremente, deficientemente, insuficientemente, mal, pouco

φτωχά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slecht, totaal de verkeerde, niet genoeg ruimte, genoeg ruimte, weinig

φτωχά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
квелый, жалко, скудно, неудачно, нездоровый, малолюдный, плохо, слабо, мало, недостаточно

φτωχά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dårlig, ikke fant noe rom, lite, dårlige

φτωχά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dåligt, illa, dålig, svagt, svår

φτωχά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huonosti, heikosti, puutteellisesti, huono

φτωχά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dårligt, kan finde mere plads, finde mere plads, ringe, dårlig

φτωχά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
indisponovaný, mizerně, špatně, uboze, málo, nedostatečně, slabě

φτωχά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marnie, skąpo, niezdrowy, niezdrów, kiepsko, ubogo, słabo, skromnie, biednie, źle, obronę

φτωχά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kissé, kevéssé, gyengén, rosszul, gyenge, rossz

φτωχά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kötü, zayıf, az, yetersiz

φτωχά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недоброякісний, простенький, погано, й погано, зле

φτωχά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobët, keq, të dobët, pak, dobët të

φτωχά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лошо, недобре, слабо, зле, трудно

φτωχά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дрэнна, кепска, плохо, блага

φτωχά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaeselt, halvasti, vähe, puudulikult, raskesti, nõrgalt

φτωχά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slabo, loše, nedovoljno, boležljiv, slabije, jadno

φτωχά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
illa, lítt, slappur, léleg, litlum

φτωχά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prastai, blogai, menkai, mažai, netinkamai

φτωχά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vāji, slikti, nepietiekami, maz, nepilnīgi

φτωχά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лошо, слабо, слабо се, недоволно, ниско

φτωχά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prost, slab, insuficient, greu, slabe

φτωχά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabo, slabše

φτωχά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chatrný, zle, ťažký, ťažký na, mu, nesprávne
Τυχαίες λέξεις