Λέξη: ανηφορικός

Σχετικές λέξεις: ανηφορικός

ανηφορικός δρόμος ονειροκρίτης

Συνώνυμα: ανηφορικός

απόκρημνος, απότομος, υπερβολικός, κρημνώδης, κρημνός, ανωφερής

Μεταφράσεις: ανηφορικός

ανηφορικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uphill, steep, an uphill, an uphill climb, uphill climb

ανηφορικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuesta arriba, subida, hacia arriba, ascendente, cuesta

ανηφορικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herauf, bergan, bergauf, aufwärts, Berg, Steigung

ανηφορικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pesant, incommode, colline, onéreux, butte, embarrassant, pénible, ardu, montée, en montée, amont, montant, difficile

ανηφορικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
in salita, salita, monte, a monte, salire

ανηφορικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ladeira acima, morro acima, subida, uphill, a colina

ανηφορικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bergopwaarts, bergop, omhoog, de berg

ανηφορικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
в гору, гору, подъеме, подъем

ανηφορικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppoverbakke, oppover, i oppoverbakke, stigning

ανηφορικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppförsbacke, uppförs, uppför, uppåt, mark

ανηφορικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mäki, vaikea, kova, ylämäki, vaivalloinen, tiukka, ylämäkeä, ylämäkeen, ylöspäin, ylä-

ανηφορικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
op ad bakke, ad bakke, opad, bakke

ανηφορικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kopec, namáhavý, návrší, obtížný, do kopce, nahoru, kopce, svahu

ανηφορικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stromo, stromy, żmudny, uciążliwy, pod górę, górę, w górę, uphill

ανηφορικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fárasztó, felfelé, emelkedőn, emelkedő, hegymenetben

ανηφορικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yokuş yukarı, uphill, yokuş, yokuş yukarı bir, zorlu

ανηφορικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
в, у, до, на

ανηφορικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përpjetë, vështirë, e vështirë, e përpjetë, e ashpër

ανηφορικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нагоре, трудна, изкачване, горното ниво, на горното ниво

ανηφορικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ў гару, ўгору, на гару, пад гару, угору

ανηφορικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülesmäge, vaevaline, raske, parkides tuleb seisupidur, mäest, tõusul, ülesmäge liikumahakkamine

ανηφορικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
težak, uzbrdo, uzbrdica, naporan, uspon, uzbrdo Da, uzbrdici, uspona

ανηφορικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upp á móti, móti, upp í móti, upp brekku, á móti

ανηφορικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
į kalną, kalną, įkalnėn, įkalnėje

ανηφορικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalnup, augšup, augšup kalnā, kalnā, pret kalnu

ανηφορικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нагорнина, угорница, угорници, нагорнини, тешка

ανηφορικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în sus, deal, rampă, în rampă, urcuș

ανηφορικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
navkreber, klanec, navzgor, hrib, v klanec

ανηφορικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
do, v, na
Τυχαίες λέξεις