Grof στα ελληνικά

Μετάφραση: grof, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, πρόχειρος, ξέγνοιαστος, αγροίκος, κοινός, σκληρός, χονδροειδής, τραχύς, ωμός, αγενής, ακατέργαστος, ανεπίσημος, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Grof στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • groeten στα ελληνικά - χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρετήσει, χαιρετίσω, χαιρετούν, χαιρετήσω
  • groeve στα ελληνικά - λάκκος, χαντάκι, ορυχείο, τάφος, καίριος, τύμβος, τρύπα, ...
  • grol στα ελληνικά - σκέρτσο, αστείο, Grol, Γκρολ
  • grommen στα ελληνικά - χλιμιντρίζω, βελάζω, μουγκρίζω, γκρινιάζω, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Grof στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, πρόχειρος, ξέγνοιαστος, αγροίκος, κοινός, σκληρός, χονδροειδής, τραχύς, ωμός, αγενής, ακατέργαστος, ανεπίσημος, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς