Λέξη: απαραίτητα
Σχετικές λέξεις: απαραίτητα
απαραίτητα αμινοξέα, απαραίτητα πράγματα για ταξίδι, απαραίτητα δικαιολογητικά για έκδοση διαβατηρίου, απαραίτητα για το μωρό, απαραίτητα καλλυντικά, απαραίτητα αρχεία για το fm14, απαραίτητα λιπαρά οξέα, απαραίτητα για νεογέννητο, απαραίτητα για το μαιευτήριο, απαραίτητα δικαιολογητικά για κάρτα ανεργίας
Συνώνυμα: απαραίτητα
υποχρεωτικά, αναγκαία, απαραιτήτως
Μεταφράσεις: απαραίτητα
απαραίτητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
necessarily, necessary, required, needed, essential
απαραίτητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
necesariamente, necesario, necesaria, necesarios, necesarias, es necesario
απαραίτητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notwendigerweise, erforderlich, notwendig, nötig, erforderlichen, notwendigen
απαραίτητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absolument, nécessairement, forcément, nécessaire, nécessaires, besoin, faut, échéant
απαραίτητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
necessario, necessaria, necessarie, necessari, occorre
απαραίτητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
necessário, necessária, necessárias, necessários
απαραίτητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzakelijk, nodig, nodige, noodzakelijke, nodig is
απαραίτητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обязательно, неизбежно, непременно, необходимо, необходимости, нужно, необходимым, надо
απαραίτητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nødvendig, nødvendige, er nødvendig, nødvendig for, behov
απαραίτητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nödvändig, nödvändigt, nödvändiga, behov, behövs
απαραίτητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välttämättömästi, väistämättä, välttämätön, tarpeen, tarvittavat, välttämätöntä, tarpeelliset
απαραίτητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nødvendigt, nødvendig, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige
απαραίτητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nutně, nezbytně, bezpodmínečně, nezbytný, nutný, potřebný, nezbytné, nutné
απαραίτητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koniecznie, konieczny, niezbędny, potrzebny, konieczne, niezbędne
απαραίτητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltétlenül, elmaradhatatlanul, múlhatatlanul, elkerülhetetlenül, szükséges, szükség, szükségesek, szükségesnek
απαραίτητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gerekli, gereklidir, gereken, gerektiğinde, gerekli olan
απαραίτητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обов'язково, неминуче, доконечно, неодмінно, необхідно, потрібно, необхідне, треба, слід
απαραίτητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i nevojshëm, i domosdoshëm, nevojshme, e nevojshme, domosdoshme
απαραίτητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неизбежно, необходимо, е необходимо, необходима, необходимост, необходимата
απαραίτητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неабходна, трэба
απαραίτητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tingimata, vajalik, vajalikud, vajalikke, vajalikuks, vajalike
απαραίτητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nužno, potrebno, potreban, je potrebno, neophodno
απαραίτητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðsynlegt, nauðsynleg, nauðsynlegar, nauðsyn krefur, þörf
απαραίτητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būtinas, būtina, reikia, reikalinga, būtinos
απαραίτητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepieciešams, vajadzīgs, nepieciešami, nepieciešamu
απαραίτητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потребно, неопходно, потребни, неопходни, потребните
απαραίτητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
necesar, necesare, necesară, este necesar, necesara
απαραίτητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrebno, je potrebno, potrebna, potrebni
απαραίτητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevyhnutný, potrebný, potrebné, nevyhnutné, dôležitý
Στατιστικά δημοτικότητας: απαραίτητα
Τυχαίες λέξεις