Λέξη: ικανά
Συνώνυμα: ικανά
επιδέξια, ικανώς, επιδεξίως, ευφυώς
Μεταφράσεις: ικανά
ικανά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ably, capable, able, capable of, likely, competent
ικανά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capaz, capaces, capacidad, pueda
ικανά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fähig, imstande, Lage, der Lage, in der Lage
ικανά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adroitement, habilement, capable, capables, susceptible, mesure, apte
ικανά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capace, grado, in grado, capaci
ικανά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habilmente, capaz, capazes, capacidade, susceptível, susceptíveis
ικανά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
in staat, bekwaam, staat, staat is, staat zijn
ικανά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умело, искусно, ловко, талантливо, квалифицированно, умно, способный, способны, способен, способна, способно
ικανά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stand, i stand, stand til, i stand til, kan
ικανά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapabel, kapabla, kan, som kan, förmåga
ικανά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taitaen, taitavasti, taiten, kykenee, pystyy, kykenevät, pystyvät, joka kykenee
ικανά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stand, i stand, stand til, i stand til, stand til at
ικανά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obratně, dovedně, schopný, schopen, schopné, schopna, schopny
ικανά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umiejętnie, zdolny, stanie, w stanie, zdolne, zdolne do
ικανά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hathatósan, képes, képesek, alkalmas, amely képes, amely
ικανά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetenekli, yeteneğine, yeteneğine sahip, yeteneğine sahiptir, kapasitesine sahip
ικανά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розумно, уміло, по-мистецьки, спритно, здатний, здатна, здібний, спроможний, здатен
ικανά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i aftë, aftë, të aftë, aftë për, në gjendje
ικανά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
способен, в състояние, способни, състояние да, способна
ικανά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здольны, які можа
ικανά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osavalt, suutlikult, võimeline, võimelised, suudab, on võimelised, on võimeline
ικανά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pranje, ispiranje, sposoban, sposobni, sposobna, stanju, u stanju
ικανά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fær, fær um, geta, hæfur, hægt
ικανά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galintis, gali, galima, pajėgi, galėtų
ικανά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spējīgs, spēj, kas spēj, iespējams, spējīga
ικανά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
способен, способна, способни, способен да, способни да
ικανά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capabil, capabile, capabil să, capabilă, capabile să
ικανά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lahko, sposoben, sposobna, sposobne, sposobni
ικανά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
schopný, schopná, dokáže, je schopný, schopné
Τυχαίες λέξεις