Hoek στα ελληνικά
Μετάφραση: hoek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γωνία, στριμώχνω, εστία, εστία του, κόρνερ, γωνιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hoederecht στα ελληνικά - κηδεμονία, κράτηση, φύλαξη, επιμέλεια, επιμέλειας, την επιμέλεια
- hoef στα ελληνικά - οπλή, οπλών, βάση τις χηλές, με βάση τις χηλές, οπλής
- hoekig στα ελληνικά - κάτισχνος, γωνιακός, γωνιώδης, γωνιακή, γωνιακής, γωνιακό, γωνιακές
- hoesten στα ελληνικά - βήχας, βήχω, βήχα, το βήχα, του βήχα, ο βήχας
Τυχαίες λέξεις
Hoek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γωνία, στριμώχνω, εστία, εστία του, κόρνερ, γωνιά
Μεταφράσεις: γωνία, στριμώχνω, εστία, εστία του, κόρνερ, γωνιά