Γωνία στα ολλανδικά
Μετάφραση: γωνία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nis, hoek, hoek van, angle, de hoek, invalshoek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γωνία
γωνία dwell, γωνία διαβροχής, γωνία θέασης, γωνία εκτροπής, γωνία εκτροπής ορισμός, γωνία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γωνία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γυναίκα στα ολλανδικά - echtgenote, vrouw, eega, gemalin, vrouw die, vrouw van
- γυρίζω στα ολλανδικά - teruggeven, weeromkomen, terugkomen, retourneren, wederkeren, opbrengen, wederkeer, ...
- γωνιακός στα ολλανδικά - kantig, hoekig, hoekige, hoek, hoek-, hoekstand
- γόητρο στα ολλανδικά - gezag, autoriteit, prestige, Luxe, aanzien, prestigieuze, het prestige
Τυχαίες λέξεις
Γωνία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nis, hoek, hoek van, angle, de hoek, invalshoek
Μεταφράσεις: nis, hoek, hoek van, angle, de hoek, invalshoek