Hongerigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: hongerigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Hongerigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • honger στα ελληνικά - πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
  • hongerig στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
  • hongersnood στα ελληνικά - λιμός, έλλειψη, πείνα, λιμό, λιμού, την πείνα
  • honing στα ελληνικά - μέλι, μελιού, το μέλι, του μελιού
Τυχαίες λέξεις
Hongerigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή