Internationaal στα ελληνικά
Μετάφραση: internationaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intermitterend στα ελληνικά - διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
- intern στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικός, εσωτερικό, μέσα, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, ...
- interpretatie στα ελληνικά - τύπος, διάβασμα, ερμηνεία, εκδοχή, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, ...
- interpreteren στα ελληνικά - ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Internationaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών