Interval στα ελληνικά

Μετάφραση: interval, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Interval στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • interrumperen στα ελληνικά - διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
  • interruptie στα ελληνικά - χάσμα, κενό, διακοπή, διάλειμμα, αναστάτωση, αντεπίθεση, σπάζω, ...
  • interveniëren στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
  • interviewen στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
Τυχαίες λέξεις
Interval στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα