Λέξη: κοντάρι

Σχετικές λέξεις: κοντάρι

κοντάρι αλουμινίου, κοντάρι ομπρέλας κρουστικό 29mm, κοντάρι κεραίας, κοντάρι πτυσσόμενο, κοντάρι ομπρέλας, κοντάρι σημαίας, κοντάρι για κουρτίνα μπάνιου, κοντάρι ντουλάπας, κοντάρι ομπρέλας κρουστικό, κοντάρι χίου

Συνώνυμα: κοντάρι

πάσσαλος, παλούκι, δοκός, ιστός, σχιστόλιθος, πυγμαχία, αγών, στέλεχος, αχτίδα, ράβδος, άξων, βέλος, δόρυ, λόγχη, μίσχος, ράβδος με αιχμή

Μεταφράσεις: κοντάρι

κοντάρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rod, pole, spear, shaft, handle, stick

κοντάρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vara, barra, polo, poste, palo, polo de, la pole

κοντάρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stange, stab, rute, verfaulen, faulen, Pol, Stange, polig, polige, pole

κοντάρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verge, férule, barreau, gaule, tringle, baguette, perche, badine, barre, tige, bâton, canne, pôle, pôles, poteau, polaire

κοντάρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verga, bacchetta, asta, polo, palo, poli, pole

κοντάρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pau, haste, vara, verga, estaca, foguete, pólo, poste, pólo de, polo

κοντάρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spitsroede, schacht, pijp, roede, staf, gard, stang, baar, stokje, paal, pool, stok, pole, polige

κοντάρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпицрутен, орясина, род, палочка, тирания, жезл, шток, удочка, брус, стержень, рычаг, прут, скипетр, удилище, тяга, штанга, полюс, полюса, полюсов, полюсный, полюсом

κοντάρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stang, kjepp, stav, pol, polet, pole, stangen

κοντάρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stav, stång, spö, pol, polig, polen, pole, stolpe

κοντάρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piiska, tanko, sauva, vitsa, keppi, varsi, vihta, patukka, napa, napainen, pole, nap, napaiset

κοντάρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stav, stang, polet, pole, pol, pæl

κοντάρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
metla, tyč, hůl, prut, rákoska, pól, pole, pólový, pólové

κοντάρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pręt, młot, drążek, różdżka, drąg, laska, wędka, rózga, słup, biegun, maszt, biegunowy, bieguna

κοντάρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pólus, pólusú, horgászbotos, rúd, pólusa

κοντάρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değnek, çubuk, kutup, kutuplu, pole, direk, kutbu

κοντάρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рококо, застарілий, полюс

κοντάρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkop, pol, shtyllë, poli, polak

κοντάρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полюс, поле, стълб, прът, полюсен

κοντάρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палка, полюс, канцавоссе

κοντάρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kepike, keps, poolus, pole, Parim stardikoht, sed, stardikoht

κοντάρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazna, plitka, letva, šipka, štap, pol, kolac, stup, pole, polni

κοντάρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stöng, póla, stöngin, Pole

κοντάρι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
virga

κοντάρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lazda, strypas, polius, polių, lenkas, kartimis, ašigalis

κοντάρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
makšķere, stabs, kārts, pole, polu, pols

κοντάρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пол, скок, скок со, столб

κοντάρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nuia, tijă, pol, poli, stâlp, pole, pol de

κοντάρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pole, pol, palico, polni, ribiško palico

κοντάρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trhlo, tyč, pól
Τυχαίες λέξεις