Λέξη: κοντολογίς
Σχετικές λέξεις: κοντολογίς
κοντολογίς blog, κοντολογίς συνώνυμα, κοντολογίς προταση
Μεταφράσεις: κοντολογίς
κοντολογίς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
briefly, in short, short, in sum, emancipating
κοντολογίς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
en breve, en definitiva, en fin, en resumen, en suma
κοντολογίς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusamenfassend, kurz gesagt, kurz, Kurzum
κοντολογίς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brièvement, court, succinctement, en bref, bref, en résumé, enfin, en somme
κοντολογίς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
in breve, insomma, in sintesi, in poche parole, in definitiva
κοντολογίς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
em resumo, em suma, enfim, no short, em síntese
κοντολογίς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortom, in het kort, kort, kortweg
κοντολογίς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сжато, коротко, мельком, вкратце, кратко, короче говоря, короче, словом, Одним словом
κοντολογίς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kort sagt, i korte, kort, mangel, en mangel
κοντολογίς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
i, på, in, inom, under
κοντολογίς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhyesti, lyhyesti sanottuna, Lyhyesti, lyhyen, lyhyt, lyhyellä
κοντολογίς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kort, kort sagt, på kort, kort fortalt, kort sagt er
κοντολογίς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krátce, heslovitě, stručně, stručně řečeno, zkrátka, ve zkratce, v krátkosti, zkráceně
κοντολογίς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szybko, pokrótce, krótko, lakonicznie, krótko mówiąc, w skrócie, Krótko, Mówiąc krótko, słowem
κοντολογίς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömören, röviden, rövid, a rövid, Egyszóval
κοντολογίς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısacası, kısa, kısaca, Özetle
κοντολογίς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стисло, коротко, коротенько
κοντολογίς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkurt, shkurtimisht, me pak fjalë, në të shkurtër, pak fjalë
κοντολογίς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Накратко, с една дума, с две думи, Накратко казано, на кратко
κοντολογίς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сцісла, коратка, вкратце, каротка
κοντολογίς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lühidalt, põgusalt, lühikese, lühidalt öeldes, lühikeste, lühike
κοντολογίς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakratko, ukratko, u kratko, u kratkom, kratko
κοντολογίς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
í stuttu máli, í stuttu, í stuttum, í stuttu máli sagt, í stuttu máli er
κοντολογίς στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
breviter
κοντολογίς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trumpai, trumpai tariant, sutrumpintai, per trumpą
κοντολογίς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Īsumā, īsāk sakot, īsi sakot, vārdu sakot
κοντολογίς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на кратко, во кратки, во краток, накратко, во кратко
κοντολογίς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în scurt, pe scurt, scurt
κοντολογίς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
na kratko, skratka, v kratkem, kratkoročnih, kratko
κοντολογίς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stručné, stručne, krátkosti, v krátkosti, stručný
Τυχαίες λέξεις