Intrekken στα ελληνικά
Μετάφραση: intrekken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαναχωρώ, αποσύρω, ακυρώνω, υπαναχωρώ., κινούνται σε, κινούνται, κινηθεί προς, κινηθούν προς, κινηθούμε προς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intrappen στα ελληνικά - θρυμματίζομαι, θρυμματίζω, συντρίβω, σπάζω, κομματιάζω, σπάσιμο, Smash, ...
- intrede στα ελληνικά - ξεκινώ, αρχή, πρόσβαση, καταχώρηση, ομολογία, πρώτος, είσοδος, ...
- intrekking στα ελληνικά - ακύρωση, ανακαλώ, καταργώ, ακυρώνω, ανάκληση, κατάργηση, κατάργησης, ...
- intrige στα ελληνικά - συνωμοσία, συνωμοτώ, πλοκή, ίντριγκα, ίντριγκες, ίντριγκας, δολοπλοκία, ...
Τυχαίες λέξεις
Intrekken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, ακυρώνω, υπαναχωρώ., κινούνται σε, κινούνται, κινηθεί προς, κινηθούν προς, κινηθούμε προς
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, ακυρώνω, υπαναχωρώ., κινούνται σε, κινούνται, κινηθεί προς, κινηθούν προς, κινηθούμε προς