Λέξη: κοπάζω

Συνώνυμα: κοπάζω

υποχωρώ, μειώνω, ελαττώνω, μετριάζω, ακυρώνω, κατακάθημαι, καταπίπτω, παρέρχομαι

Μεταφράσεις: κοπάζω

κοπάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abate, subside, blow over, die down

κοπάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reducir, aflojar, disminuir, Abate, Abad, abatir

κοπάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verringern, vermindern, nachlassen, abklingen, abflauen, abate

κοπάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
figer, atténuer, amoindrir, affaiblir, alléger, couper, retrancher, réduire, annuler, défaillir, amenuiser, rapetisser, languir, infirmer, neutraliser, s'apaiser, se calmer, Abate, abbé, l'Abate

κοπάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scemare, rilassare, diminuire, ridurre, Abate, calmarsi

κοπάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diminua, abater, baixar, diminuir, enfraquecer, Abate, mitigar, minorar

κοπάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekoelen, luwen, bedaren, verminderen, afnemen, verzwakken, gaan liggen

κοπάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
притуплять, уменьшиться, отменять, упразднить, спадать, прекращать, упразднять, прекратить, пресекать, снижать, уменьшать, ослабить, ослаблять, сбавлять, успокаиваться, утихать, Абате, Abate

κοπάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avta, Abate, av Abate

κοπάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Abate, avta, klingar, avklingar

κοπάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asettua, lauhtua, laantua, rauhoittua, hillitä, Abate, vähentääkseen, heiketä, lieventää

κοπάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftage, Abate

κοπάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odečítat, zmenšovat, polevit, snížit, zastavit, zrušit, slábnout, rušit, srážet, zmírnit, mírnit, zmenšit, Abate, snížily, snížení rozsahu, Abatem

κοπάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrącić, słabnąć, opaść, osłabiać, obniżyć, zmniejszać, ścinać, osłabnąć, zelżeć, zmniejszyć, maleć, stępiać, trącić, anulować, ustępować, nacichnąć, przygasać, ucichać, ostygać, cichnąć

κοπάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érvénytelenít, Abate, megelőzzék, enyhítéséért

κοπάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azalmak, Abate, azaltmak, dindirmek, hafiflemek

κοπάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скасувати, послабляти, слабшати, заспокоюватись, притупляти

κοπάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pakësoj, qetësohem, anuloj, zvogëloj, i jap fund

κοπάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намалявам, отменям, анулирам, понижавам, отслабям

κοπάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытупляецца, прытупляліся, падтупліваюць, падтуплівае, прытупляе

κοπάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lammutama, sumbuma, annulleerima, raugema, alanema, alla laskma, leevenema, abate

κοπάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pasti, ublažiti, popustiti, smanjiti, utišati, sniziti, jenjavati, smanjiti se

κοπάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Abate

κοπάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumažinti, aptašyti, atsimėtėti, atšipinti, aprimti

κοπάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norimt, atlaidināt, notrulināt, pamazināt, mitēties

κοπάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Abate

κοπάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reduce, atenua, ogoi, pune capăt la, abroga

κοπάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rušit, Znižali, ublažijo, Zmanjšati, ublažitev

κοπάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmenšiť, Zbaliť, znížiť, zmenšiť veľkosť
Τυχαίες λέξεις