Inzittende στα ελληνικά
Μετάφραση: inzittende, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάτης, επιβάτης, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inzetten στα ελληνικά - εισάγω, βάζω, στοιχήματα, τα στοιχήματα, στοιχημάτων, στοιχήματά, στοιχήματα που
- inzicht στα ελληνικά - όραμα, όραση, στο, σε, στην, κατά, στη
- inzonderheid στα ελληνικά - ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
- iris στα ελληνικά - ίρις, ίριδας, ίριδα, της ίριδας, διαφράγματος
Τυχαίες λέξεις
Inzittende στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάτης, επιβάτης, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
Μεταφράσεις: αναβάτης, επιβάτης, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο