Knijpen στα ελληνικά
Μετάφραση: knijpen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, τσίμπημα, πρέζα, τσιμπήσετε, τσιμπήστε, τσιμπήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- knielen στα ελληνικά - γονατίζω, γονατίσει, γονατίζουν, γονατίσουν, γονατίσω
- kniesoor στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- knijper στα ελληνικά - τσιμπίδα, λαβίδα, λαβίδες, λαβίδων, συρματοκόφτη, nippers
- knikken στα ελληνικά - νεύμα, NOD, ΝΟϋ, νεύμα για
Τυχαίες λέξεις
Knijpen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, τσίμπημα, πρέζα, τσιμπήσετε, τσιμπήστε, τσιμπήσει
Μεταφράσεις: βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, τσίμπημα, πρέζα, τσιμπήσετε, τσιμπήστε, τσιμπήσει