Λέξη: γλωσσολόγος

Σχετικές λέξεις: γλωσσολόγος

ζητείται γλωσσολόγος, γλωσσολόγος υπολογιστικής μετάφρασης, χαραλαμπάκης γλωσσολόγος, ελβετός γλωσσολόγος, νάκας γλωσσολόγος, χατζηδάκησ γλωσσολόγοσ

Συνώνυμα: γλωσσολόγος

γλωσσομαθής

Μεταφράσεις: γλωσσολόγος

γλωσσολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
linguist, a linguist, as a linguist

γλωσσολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lingüista, el lingüista, lingüista de, lingüistas, linguista

γλωσσολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
linguist, sprachwissenschaftler, Sprachwissenschaftler, Linguist, Linguisten, Sprach

γλωσσολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
linguiste, le linguiste, linguistes, linguiste de

γλωσσολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linguista, il linguista, linguist, linguisti, glottologo

γλωσσολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linho, linguista, lingüista

γλωσσολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper

γλωσσολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
языковед, лингвист, лингвистом, лингвиста

γλωσσολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ling, lingvist, lingvisten, språkforsker, språkforskeren

γλωσσολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lingvist, linguist, lingvisten, språk, språkvetare

γλωσσολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lingvisti, kielitieteilijä, lingvistin, kielentutkija, kielimies

γλωσσολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprogforsker, lingvist, lingvisten, sprogekspert, linguist

γλωσσολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lingvista, jazykovědec, lingvistka, jazykovědce, jazykovědci

γλωσσολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
filolog, językoznawca, lingwista, lingwistą, językoznawcą, językoznawcy

γλωσσολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyelvész, nyelvésznek, nyelvészt, nyelvészi

γλωσσολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dilbilimci, linguist, dil bilimci, bir dilbilimci

γλωσσολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
язиковий, лінгвіст, лингвист, мовознавець

γλωσσολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjuhëtar, LINGUISTI, LINGUISTI MË, linguist, gjuhëtar i

γλωσσολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лингвист, езиковед, лингвистът, лингвисти

γλωσσολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лінгвіст

γλωσσολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeleteadlane, lingvist, lingvisti, keeleteadlase, keelemees

γλωσσολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jezikoslovac, lingvista, lingvist, jezikoslovca, jezikoslovka

γλωσσολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
linguist

γλωσσολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalbininkas, lingvistas, kalbininkė, linguist, kalbininko

γλωσσολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lingvists, valodnieks, filologa, lingvistu, valodniece

γλωσσολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лингвист, лингвистот, јазичар, филолог

γλωσσολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lingvist, lingvistul, linguist, lingviști

γλωσσολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lingvista, jezikoslovec, lingvist, jezikoslovca, linguist

γλωσσολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lingvista, prekladateľ, lingvistu
Τυχαίες λέξεις