Krijgskundig στα ελληνικά

Μετάφραση: krijgskundig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγικός, στρατηγικών, στρατηγικό, στρατηγικούς, τους στρατηγικούς
Krijgskundig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • krijgen στα ελληνικά - παίρνω, απολαβή, έχω, έχε, αποκτώ, για να πάρει, να πάρει, ...
  • krijger στα ελληνικά - πολεμιστής, πολεμιστή, πολεμιστών
  • krijs στα ελληνικά - κραυγάζω, στριγκλίζω, κραυγή, φωνάζω, στριγκλιά, κράζω, τσιριχτή, ...
  • krijsen στα ελληνικά - φωνάζω, κραυγή, κραυγάζω, στριγκλίζω, στριγκλιά, κράζω, τσιριχτή, ...
Τυχαίες λέξεις
Krijgskundig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγικός, στρατηγικών, στρατηγικό, στρατηγικούς, τους στρατηγικούς