Λέξη: ελάφι

Σχετικές λέξεις: ελάφι

ελάφι στα αγγλικά, ελάφι κυνηγια, ελάφι στιφάδο, ελάφι της κερύνειας, ελάφι ονειροκρίτης, ελάφι κυνήγι, ελάφι wiki, ελάφι συνταγή, ελάφι κοκκινιστό, ελάφι φωτογραφίες

Συνώνυμα: ελάφι

ζαρκάδι, έλάφος, δορκάς, ελαφάκι

Μεταφράσεις: ελάφι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deer, fawn, stag, a deer, elk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
venado, ciervo, ciervos, venados, los ciervos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hirsch, reh, Hirsch, Reh, Wild, Hirsche, Rotwild
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chevreuil, cerf, cerfs, chevreuils, le cerf
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cervo, cervi, deer, dei cervi, di cervo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profundamente, animal, veado, cervo, veados, cervos, dos cervos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hert, herten, deer, ree, herten van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
олень, олени, оленей, оленя, оленем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjort, Deer, rådyr, hjorten, hjorte
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjort, rådjur, hjortar, Deer
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peura, kauris, metsäkauris, hirvi, deer, peuroja, hirvieläinten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjort, hjorte, rådyr, Deer, i Deer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
srnec, jelen, jelena, jeleni, jelení, deer
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łania, jeleń, rogacz, sarna, jelenie, jelenia, deer
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szarvas, Deer, szarvasok, őz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geyik, Deer, geyikler, geyiği, ve geyik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
олень, олені, оленя
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dre, dreri, drerët, drerit, kaprolli
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
елен, олени, елени, сърни, сърна, елените
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алень, олень
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uluk, hirv, hirved, hirve, hirvede, deer
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srna, jeleni, jelen, divljač, jelena, jelene
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dádýr, DEER, hjörtur, Hreindýrin, hjartardýrum
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cervus, cerva
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elnias, elnių, elniai, deer, elnio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
briedis, briežu, brieži, deer, briežiem
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еленот, елен, елени, срна, срни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căprioară, cerb, cerbi, căprioare, caprioare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jelen, deer, jelena, srnjad, jelenjad
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vysoká, jeleň, jelen

Στατιστικά δημοτικότητας: ελάφι

Τυχαίες λέξεις