Λέξη: αρχαιότητα
Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα
κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο
Συνώνυμα: αρχαιότητα
αντίκα, αρχαιότης, προτεραιότης, προτεραιότητα, πρεσβεία
Μεταφράσεις: αρχαιότητα
αρχαιότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antiquity, seniority, ancient times, ancient, length
αρχαιότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antigüedad, la antigüedad, antiguedad
αρχαιότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
antiquität, altertum, vorzeit, Altertum, Antike, der Antike, Altertums, antiken
αρχαιότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antiquité, antique, l'antiquité, ancienneté, antiques
αρχαιότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antichità, dell'antichità, dall'antichità, antico, antichi
αρχαιότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antiguidade, antiquity, antigüidade, a antiguidade, antigüedad
αρχαιότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oudheid, ouderdom, de oudheid, antiquiteit, antieke
αρχαιότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
древность, античность, давность, старина, древности, древностью
αρχαιότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oldtid, antikken, oldtiden, antikkens, antikke, oldtidens
αρχαιότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antiken, forntid, forn, antikens, antika
αρχαιότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antiikki, antiikin, antiquity, antiikista, antiikissa
αρχαιότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antikken, oldtiden, oldtid, oldtidens, Antikkens
αρχαιότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
antika, starobylost, starověk, starodávnost, starověku, dávnověk, starožitnosti
αρχαιότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
antyk, dawność, starożytność, starodawność, starożytności, antyku
αρχαιότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ókor, ókoriak, antikvitás, ókorban, ókortól, antik
αρχαιότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eskilik, antik, eskieşyalar, eski çağlardan, antiquity
αρχαιότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
древності, стародавності, старина, античність, стародавність, старовину, давнину, давнина, старовина
αρχαιότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
antikitet, lashtësi, antikitetit, prejardhja e, prejardhja
αρχαιότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
древност, античност, древността, античността, дълбока древност
αρχαιότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
старажытнасць, старажытнасьць, старадаўнасьць, Праблемы двухмоўя, двухмоўя ва
αρχαιότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanaaeg, antiikese, vanavara, antiik, antiikajast, antiikaja, antiikajal, antiigist
αρχαιότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
antički, antika, starina, davnina, Antike, Antiquity, antike u
αρχαιότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fornöld
αρχαιότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senovė, antika, senovėje, Senaties, antikos
αρχαιότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
senatne, Antiquity, senatnes, antīkās, antikvitātes
αρχαιότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
антиката, антика, древност, древноста, античко
αρχαιότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antichitate, antichității, antichitatea, din antichitate, vechime
αρχαιότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
antika, antike, antiquity, Starina, antiki
αρχαιότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
antika, starovek, starověk
Στατιστικά δημοτικότητας: αρχαιότητα
Τυχαίες λέξεις