Landbouwer στα ελληνικά
Μετάφραση: landbouwer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- landbouw στα ελληνικά - γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
- landbouwbedrijf στα ελληνικά - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
- landbouwkunde στα ελληνικά - γεωργία, αγρονομία, γεωπονία, γεωπονίας, αγρονομίας, η γεωπονία
- landbouwkundige στα ελληνικά - γεωπόνος, γεωπόνο, γεωπόνου, γεωπόνων
Τυχαίες λέξεις
Landbouwer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Μεταφράσεις: αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη