Λέξη: μεταρσιώνω

Σχετικές λέξεις: μεταρσιώνω

μετουσιώνω σημασία

Μεταφράσεις: μεταρσιώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uplift, metarsiono
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dresser, relever, hisser, exhausser, levée, lever, élever, soulever, metarsiono
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sollevamento, metarsiono
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подъем, вздыматься, взброс, metarsiono
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylentää, metarsiono
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvýšit, zvednout, pozdvihnout, zdvih, povznést, metarsiono
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyniesienie, podniesienie, podwyżka, podnieść, otucha, podnosić, wypiętrzenie, wzniesienie, podnoszenie, wznieść, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fölemelkedés, metarsiono
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
здійматися, узвіз, підйом, підіймання, піднесення, metarsiono
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harima, kergitama, metarsiono
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
polet, uzdignuće, uzvisina, oduševljenje, zamah, metarsiono
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
metarsiono
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlepšenie, metarsiono
Τυχαίες λέξεις