Landgoed στα ελληνικά
Μετάφραση: landgoed, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, σπίτι, ράντσο, κτήμα, ακίνητο, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- landelijk στα ελληνικά - αγροτικός, σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
- landen στα ελληνικά - έδαφος, προσγειώνω, προσγειώνομαι, να, για να, σε, για, ...
- landing στα ελληνικά - πλατύσκαλο, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
- landingsplaats στα ελληνικά - αποβάθρα, μόλος, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
Τυχαίες λέξεις
Landgoed στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, σπίτι, ράντσο, κτήμα, ακίνητο, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Μεταφράσεις: περιουσία, σπίτι, ράντσο, κτήμα, ακίνητο, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας