Περιουσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
allooi, landgoed, eigenschap, boeltje, kwaliteit, attribuut, boerderij, bezittingen, bezitting, goed, eigendom, vermogen, bezit, eigendomsrecht
Περιουσία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιουσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα ολλανδικά - beperkt, beperkte, beperkingen, openbare, beperken
  • περιορισμός στα ολλανδικά - beperking, restrictie, beperkingen, beperking van
  • περιοχή στα ολλανδικά - areaal, kloot, goed, arrondissement, bol, territorium, gouw, ...
  • περιπέτεια στα ολλανδικά - lotgeval, wederwaardigheid, avontuur, perikel, Adventure, avontuurlijke, avonturenfilms, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: allooi, landgoed, eigenschap, boeltje, kwaliteit, attribuut, boerderij, bezittingen, bezitting, goed, eigendom, vermogen, bezit, eigendomsrecht