Landsgrens στα ελληνικά
Μετάφραση: landsgrens, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, σύνορο, μεθόριος, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- landmeter στα ελληνικά - τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη
- landschap στα ελληνικά - τοπίο, τοπίου, του τοπίου, το τοπίο, τοπίων
- landstreek στα ελληνικά - μερίδιο, χωρίζω, περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, την περιοχή
- lang στα ελληνικά - ψηλόλιγνος, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Landsgrens στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, σύνορο, μεθόριος, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Μεταφράσεις: ρέλι, σύνορο, μεθόριος, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών