Λέξη: θεμέλιο

Σχετικές λέξεις: θεμέλιο

θεμέλιο βιβλιοπωλείο, θεμέλιο φροντιστήριο ηράκλειο, θεμέλιο software, θεμέλιο φροντιστήριο καβάλα, θεμέλιο εκδόσεις, θεμέλιο δραματική σχολή, θεμέλιο φροντιστήριο, θεμέλιο 21, θεμέλιο στην έκθεση ιδεών, θεμέλιο συνώνυμα

Συνώνυμα: θεμέλιο

βάση, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού, χαμερπής, κεντρικός λίθος αψίδας, μοχλός, άξονας, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, υποδομή, υποικοδομή

Μεταφράσεις: θεμέλιο

θεμέλιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
groundwork, foundation, keystone, base, basis, foundation of

θεμέλιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
base, cimiento, fundación, fundamento, creación, bases, cimientos

θεμέλιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gründung, grundlage, stiftung, fundament, unterbau, Gründung, Grundlage, Stiftung, Fundament, Basis

θεμέλιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
établissement, institution, base, fondation, socle, fond, fondement, création, Foundation, bases

θεμέλιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondazione, fondamento, base, Foundation, fondamenta

θεμέλιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fundação, encontrado, fundo, alicerce, fundamento, base, Foundation

θεμέλιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stichting, fundering, fundament, grondslag, Foundation

θεμέλιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
канва, фундамент, грунт, организация, грация, устой, устои, акробатика, учреждение, фон, основа, обоснованность, фонд, базис, подкладка, база, Фонд, основание, основы

θεμέλιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legat, grunnlag, stiftelse, fundament, foundation, stiftelsen, grunnlaget

θεμέλιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiftelse, fundament, foundation, fundamentet, grund, grunden

θεμέλιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perusta, perustaminen, kivijalka, säätiö, pohja, perustus, perustan, säätiön, pohjan

θεμέλιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grund, fundament, Foundation, grundlaget, Fonden, fundamentet

θεμέλιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
základna, základ, základy, předpoklad, nadace, důvod, založení, zřízení, podklad, ústav, základem

θεμέλιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podwalina, podmurówka, podbudowa, założenie, podstawa, ufundowanie, fundament, podkład, baza, fundacja, podstawą, fundamentem

θεμέλιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapítvány, Foundation, alapot, alapja, alapjait

θεμέλιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuruluş, temel, tesis, vakıf, temeli, temelini

θεμέλιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фонове, засада, фоновий, основа, засновування, фундамент, фон, організування, основи, основу

θεμέλιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
themel, themeli, themelimi, fondacioni, bazë

θεμέλιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фундамент, основание, фондация, основа, Foundation, основаването

θεμέλιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аснова, падмурак

θεμέλιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vundament, eeltööd, sihtasutus, kärjeraam, asum, sihtasutuse, aluse, alus

θεμέλιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
temelj, temelje, osnova, podloga, zaklada, Foundation, Fondacija

θεμέλιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grundvöllur, grunnur, grunn, grunnurinn, undirstaða

θεμέλιο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
basis, substructio

θεμέλιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fondas, pamatas, pagrindas, pamatai, pamatų

θεμέλιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fonds, pamats, pamatu, nodibinājums

θεμέλιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Фондацијата, основа, Фондација, основање, темелите

θεμέλιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bază, fundaţie, fundație, fundatie, fundament, temelie

θεμέλιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
založení, temelj, fundacija, ustanova, osnova, podlaga

θεμέλιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
založení, podklady, nadácie, nadácia, nadácie pre, nadácia pre
Τυχαίες λέξεις