Liquideren στα ελληνικά
Μετάφραση: liquideren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lip στα ελληνικά - χείλι, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών
- liquide στα ελληνικά - διαθέσιμος, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
- lispelen στα ελληνικά - ψεύδισμα, ψευδίζω, τραυλισμός, τραύλισμα, τραυλίζω, ψελλίζω, lisp
- list στα ελληνικά - ξεγελώ, τρικ, τέχνασμα, κόλπο, Ρούσε, Ruse, τέχνασμα για
Τυχαίες λέξεις
Liquideren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση