Λέξη: μπόλι

Σχετικές λέξεις: μπόλι

το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member

Μεταφράσεις: μπόλι

μπόλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scion, inoculum, inoculum is

μπόλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inóculo, inoculo, de inóculo, del inóculo, inóculo de

μπόλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachfahre, nachkomme, pfropfreis, ableger, Inokulum, Inokulums, Impfstoff, Inoculum, Impfgut

μπόλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rejeton, surgeon, descendant, inoculum, l'inoculum, inoculum de, d'inoculum

μπόλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inoculo, dell'inoculo, di inoculo, l'inoculo

μπόλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inóculo, inoculo, de inóculo, in�ulo, do inóculo

μπόλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum

μπόλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побег, привой, отпрыск, потомок, прививочный материал, инокулят, инокулята, посевной, посевной материал

μπόλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skudd, inoculum, pode, inokulumet, inokulat, podestoff

μπόλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inokulum, inokulat, inokulatet, ymp, inoculum

μπόλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ymppi, siirroste, siirrosteen, siirrostetta, inokulaatti

μπόλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inokulum, inoculum, podestof, podestoffet, podemateriale

μπόλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potomek, odnož, očkovací, inokulum, očkovací látka, inokula, očkovací materiál

μπόλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczep, pęd, potomek, zraz, latorośl, inokulum, szczepionkę, inokulacyjny, materiał inokulacyjny, inoculum

μπόλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oltóanyagot, inokulum, inokulumot, inokulumként, inoculum

μπόλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inokulum, inokülum, inokülüm, inokülumun

μπόλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нащадок, пагін, парость, утеча, прищеплювальний, прищепний, щеплення

μπόλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inokulumit, inokulumit të

μπόλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инокулум, инокулат, инокулума, инокулатна, инокулатната

μπόλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прышчэпачны, прывівачны, для прышчэплівання, прышчэплівання

μπόλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võsuke, järeltulija, pärija, inokulaadiga, inokulaadi, inokulaati, inokulaat, inokulaadina

μπόλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potomak, kalem, izdanak, cjepivo, inokuluma, inokulum, inokulat, inokulum za

μπόλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sáð, inokulum, Bólusetningarefni, Bólusetningarefni sem

μπόλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkratas, inokuliatas, inokuliantą, inokuliato, inokuliantas

μπόλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inokulāta, Sējmateriālu, inokulātam, Inokulātu, sējmateriāla

μπόλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вакцина, инокулумот, инокулум, инфективна доза

μπόλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inoculare, inocul, inoculum, inoculului, de inocul

μπόλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inokulum, inokuluma, inokulumom, cepitev, vcepek

μπόλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očkovacia, očkovacie, očkovacej, očkovacou, očkovací
Τυχαίες λέξεις