Logeren στα ελληνικά
Μετάφραση: logeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- logement στα ελληνικά - χάνι, πανδοχείο, ξενώνας, Inn, το πανδοχείο, πανδοχείου
- logementhouder στα ελληνικά - οικοδεσπότης, φιλοξενώ, υποδοχής, ξενιστή, ξενιστής, ξενιστών
- logies στα ελληνικά - στεγαστικός, σπίτι, στέγαση, κατοικία, κατάλυμα, κατάθεση, υποβολή, ...
- logé στα ελληνικά - φιλοξενούμενος, καλεσμένος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
Τυχαίες λέξεις
Logeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις: μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει