Λέξη: μυστηριώδης
Σχετικές λέξεις: μυστηριώδης
μυστηριώδης ήχος του taos hum, μυστηριώδης εξαφάνιση, μυστηριώδης θόρυβος αναστατώνει τα χανιά, μυστηριώδης εξαφάνιση (gone), μυστηριώδης νήσος, μυστηριώδης πυλώνας φωτός έχει αναστατώσει την φινλανδία, μυστηριώδης ετυμολογία, μυστηριώδης συνώνυμα, μυστηριώδης θόρυβος αναστατώνει τα χανιά - άγνωστη η προελευσή του, μυστηριώδης σκιά αρπάζει έναν άντρα και τον σέρνει από το πόδι
Συνώνυμα: μυστηριώδης
φοβισμένος, αλλόκοτος, παράξενος, κρυφός, υπερφησικώς, αφύσικος, μυστικός, καβαλιστικός
Μεταφράσεις: μυστηριώδης
μυστηριώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mysterious, secretive, mystical, eerie, uncanny, mystic
μυστηριώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
misterioso, enigmático, misteriosa, misterio, misteriosos, misteriosas
μυστηριώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geheimnisvoll, verschwiegen, verschlossen, mysteriös, geheimnisvolle, geheimnisvollen, mysteriösen
μυστηριώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cachottier, mystérieux, secret, énigmatique, mystique, mystérieuse, mystérieuses, mystère
μυστηριώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misterioso, arcano, misteriosa, misteriosi, misteriose, mysterious
μυστηριώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
misterioso, mesmo, mesma, misteriosa, mistério, misteriosos, misteriosas
μυστηριώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheimzinnig, raadselachtig, mysterieus, mysterieuze, geheimzinnige
μυστηριώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заговорщицкий, загадочный, скрытый, скрытный, неведомый, таинственный, невиданный, подспудный, таинственная, таинственное, загадочная
μυστηριώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hemmelighetsfull, mystisk, mystiske, gåte, hemmelighets
μυστηριώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mystisk, mystiska, mystiskt, hemlighetsfulla, myst
μυστηριώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämyinen, hämärä, salaperäinen, hämäräperäinen, salamyhkäinen, selittämätön, salaperäisen, mysterious, mystinen, salaperäistä
μυστηριώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mystisk, mystiske, hemmelighedsfulde, gådefulde, hemmelighedsfuld
μυστηριώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tajemný, tajemství, mystický, tajnůstkářský, tajuplný, záhadný, tajemné, tajemná, záhadné
μυστηριώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tajemniczy, zagadkowy, tajemnicze, tajemnicza, tajemniczego, tajemniczym
μυστηριώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
titokzatoskodó, misztikus, titkoló, rejtélyes, titokzatos, a titokzatos, rejtelmes
μυστηριώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esrarengiz, gizemli, gizemli bir, esrarlı
μυστηριώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таємничий, прихований, незбагненний, таємниче, таємний, загадковий, таємнича
μυστηριώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
misterioz, misterioze, mistershme, misterioze të, e mistershme
μυστηριώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мистериозен, тайнствен, загадъчен, загадъчна, мистериозно
μυστηριώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таямнічы, таемны, таямнічае
μυστηριώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saladuslik, salatsev, salapärane, müstiline, salapärased, salapärase, salapärast
μυστηριώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćutljiv, tajanstven, misteriozan, tajanstveni, tajanstvena, misteriozni
μυστηριώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leyndardómsfullur, dularfulla, dularfull, dularfullur, dularfullt, dularfullar
μυστηριώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paslaptingas, paslaptinga, paslaptingą, paslaptingi, mysterious
μυστηριώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīklains, noslēpumains, noslēpumaina, noslēpumainu, noslēpumaino, mysterious
μυστηριώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мистериозни, мистериозниот, мистериозна, мистериозен, таинствена
μυστηριώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
misterios, misterioasă, misterioasa, misterioase, misteriosul
μυστηριώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrivnosten, skrivnostno, skrivnostni, skrivnostna, skrivnostne
μυστηριώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rezervovaný, tajomný
Στατιστικά δημοτικότητας: μυστηριώδης
Τυχαίες λέξεις