Λέξη: κάπως

Σχετικές λέξεις: κάπως

κάπως συνώνυμα, κάπωσ κάπου κάποτε, κάπως έτσι στίχοι, κάπως έτσι περνούν την ώρα τους τα ζευγάρια σήμερα, κάπως έτσι lyrics, κάπως έτσι βγήκαν τα ανέκδοτα για τα αυτοκίνητα της lada, κάπως έτσι δημιουργούνται οι κακές φήμες στο γραφείο, κάπωσ έτσι φτάσαμε εδώ, κάπωσ έτσι, κάπως έτσι μοιάζουν... τα 300 χλμ την ώρα (βίντεο)

Συνώνυμα: κάπως

μάλλον, προτιμότερο, κάλλιο, οπωσδήποτε, σχεδόν, κάπου

Μεταφράσεις: κάπως

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
somewhat, somehow, rather, slightly, little
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
algo, poco, un poco, tanto, un tanto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
etwas, irgendwas, wenig, ein wenig, leicht, eher
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légèrement, assez, un peu, quelque peu, peu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piuttosto, alquanto, po, un po
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
algo, um pouco, um tanto, pouco, tanto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ietwat, enigszins, iets, wat, beetje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слегка, маленько, несколько, немного, немногочисленный, некоторой степени
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
litt, noe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
något, lite, ganska, viss
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohtalaisen, joltisenkin, kohtuullisesti, melko, jokseenkin, hieman, jonkin verran, jossain määrin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
noget, lidt, smule, en smule, nogen grad
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mírně, trochu, nepatrně, poněkud, něco, o něco
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poniekąd, nieco, częściowo, trochę, dość, pewnym stopniu, się nieco
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
némiképp, némileg, kissé, valamivel, valamelyest, kicsit
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biraz, biraz daha, bir şekilde, miktar, oldukça
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дещо, кілька, наскільки, декілька, трохи
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disi, deri diku, disi të, disi e, paksa
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
до известна степен, малко, донякъде, известна степен, малко по
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
досьщь, некалькі, крыху
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõnevõrra, veidi, pisut, mõneti, määral
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
donekle, nešto, pomalo, ponešto, malo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkuð, nokkru, heldur, eitthvað, dálítið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
aliquanto
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiek tiek, kiek, gana, truputį, šiek
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nedaudz, mazliet, diezgan, zināmā mērā, samērā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малку, нешто, донекаде, на некој начин, некако
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oarecum, ceva, cumva, puțin, ceva mai
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekoliko, nekako, je nekoliko, malo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trochu, mierne, niečo, o niečo, trocha
Τυχαίες λέξεις