Lont στα ελληνικά

Μετάφραση: lont, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτίλι, φιτίλι, θρυαλλίδα, θρυαλλίδας, φυτιλιού
Lont στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lonen στα ελληνικά - αμοιβή, ανταμοιβή, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
  • long στα ελληνικά - πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
  • lood στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μόλυβδος, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
  • loodgieter στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλικού, υδραυλικούς, για υδραυλικούς
Τυχαίες λέξεις
Lont στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτίλι, φιτίλι, θρυαλλίδα, θρυαλλίδας, φυτιλιού