Λέξη: άτρακτος

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος english, άτρακτος αεροπλάνου, άτρακτος ετυμολογία, άτρακτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις: άτρακτος

άτρακτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuselage, spindle, shaft, mandrel, shaft is

άτρακτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuselaje, huso, eje, husillo, cabezal, del husillo

άτρακτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rumpf, Spindel, Achse

άτρακτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tronc, coque, fuselage, broche, axe, la broche, tige, arbre

άτρακτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mandrino, fuso, del mandrino, perno, alberino

άτρακτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuso, eixo, veio, do fuso

άτρακτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spil, as, spindel, spindle, de spil

άτρακτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фюзеляж, шпиндель, шпинделя, шпиндельный, веретено, вал

άτρακτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spindel, spindelen, spin

άτρακτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spindel, spindeln

άτρακτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
runko, kara, karan, karaa, karaan, spindle

άτρακτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spindel, spindlen, spindelen, spindle

άτρακτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trup, vřeteno, vřetena, vřetene, Hlava vřetena, čep

άτρακτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kadłub, płatowiec, wrzeciono, wrzeciona, trzpień, trzpienia, obrotowa wrzeciona

άτρακτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orsó, főorsó, orsót, fõorsó

άτρακτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iğ, mil, mili, iş mili, işmili

άτρακτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фюзеляж, шпиндель, шпіндель, шпинделя

άτρακτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gisht, këmbë, me këmbë, bosht, spindle

άτρακτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вретено, шпиндел, шпиндела, вретеното, вал

άτρακτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпіндзель

άτρακτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spindel, võll, spindli, spindle, spindlile

άτρακτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vreteno, vretena, vreteno za, osovina, spindle

άτρακτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snælda, snúningsseigja, snældan, snældusnúningshraða, snúningsseigju

άτρακτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
velenas, suklys, suklio, verpstės, suklį

άτρακτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārpsta, vārpstas, vārpstveida, vārpstu, spindle

άτρακτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вретено, вретеното, на вретеното, осовински, вретена

άτρακτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ax, axului, arbore, arborelui, axul

άτρακτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vreteno, vretena, mizni, spindle, vretenatosti

άτρακτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vreteno, rotačnú, rotačnú časť, hriadeľ, vretena
Τυχαίες λέξεις