Λέξη: μωρό

Σχετικές λέξεις: μωρό

μωρό μου καλησπέρα, μωρό 9 μηνών, μωρό μου σε αφήνω, μωρό 3 μηνών, μωρό 2 μηνών, μωρό μου, μωρό μου φάλτσο, μωρό ονειροκρίτης, μωρό 6 μηνών, μωρό 4 μηνών, ονειροκρίτης μωρό, ονειροκρίτης

Συνώνυμα: μωρό

βρέφος, νήπιο

Μεταφράσεις: μωρό

μωρό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
babe, baby, baby is

μωρό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nene, criatura, bebé, niño, del bebé, el bebé, bebé de, de bebé

μωρό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwöhnen, anfängerin, schnuckelchen, kind, kindlein, baby, kleine, kleinkind, säugling, verhätscheln, anfänger, Baby, Kind, Babys

μωρό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bambin, enfant, môme, bébé, poupon, nourrisson, gosse, baby, bébés, de bébé

μωρό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
neonato, pargolo, bambino, del bambino, il bambino, bimbo

μωρό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querida, bebe, criancinha, bebê, bebé, do bebê, o bebê, do bebé

μωρό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuigeling, baby, de Baby, van de baby, baby van, kind

μωρό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крошка, ребенок, дитя, детская, детёныш, старуха, малютка, младенец, детеныш, ребёнок, малыш, детский

μωρό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
småbarn, babyen, barnet, Barn, baby, Babys

μωρό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barn, spädbarn, unge, bebis, barnet, behandla som ett barn, Barnartiklar

μωρό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeväinen, pienokainen, napero, hemmotella, lellitellä, vauva, pikkulapsi, vauvan, Lastentarvikkeet, Vauvat, vauvojen

μωρό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spædbarn, Baby, barn, barnet, Børn, baby-

μωρό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
miminko, holka, děťátko, dítě, děvče, děcko, kojenec, nemluvně, pusinka, kojenecká, dětská

μωρό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemowlę, niemowlęctwo, niemowlak, dzieciątko, dzieciuch, bobas, dziecinka, dziecko, naiwniak, dziecina, kochanie, noworodek, dzidziuś, dziecka

μωρό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
baba, bébi, a baba, csecsemő, babát

μωρό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bebek, bebeğim, bebeğin, çocuk, yavru

μωρό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простаки, дитина, немовля, дитинча, дитя

μωρό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
foshnjë, foshnja, fëmija, fëmijë, fëmijën

μωρό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дете, бебе, бебето, Бебета, на бебето, бебешки

μωρό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіця

μωρό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lapsuke, tüdruk, laps, beebi, last, lapse, lapsele

μωρό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novajlija, komad, dijete, beba, mladunče, dojenče, dječji, bebe, bebu

μωρό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ungbarn, barn, barnið, elskan, barninu

μωρό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūdikis, kūdikių reikmenys, baby, kūdikių, kūdikio

μωρό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bērniņš, mazulis, bērnu, baby, bērns, bērnam

μωρό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бебе, бебето, за бебиња, бебиња, детето

μωρό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bebeluş, răsfăţa, copil, copilul, copii, copilului, pentru copii

μωρό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dojenček, otroška, dojenčke, otroka, dete

μωρό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dieťa, deti

Στατιστικά δημοτικότητας: μωρό

Τυχαίες λέξεις