Lopen στα ελληνικά

Μετάφραση: lopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυθμός, σεργιανίζω, κίνηση, βηματίζω, τσαλαπατώ, κινώ, πηγαίνω, πατημασιά, δρασκελιά, περπατώ, μάρτιος, φόρα, ρέω, μετακομίζω, διάβημα, σαλεύω, να περπατήσει, για να περπατήσει, να περπατήσετε, να περπατήσουν, να περπατούν
Lopen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • loos στα ελληνικά - κενό, άδειος, λάθος, αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, ψευδείς, ...
  • loot στα ελληνικά - θέμα, παιδί, τεύχος, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, ...
  • loper στα ελληνικά - αγγελιοφόρος, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
  • lor στα ελληνικά - κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Τυχαίες λέξεις
Lopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυθμός, σεργιανίζω, κίνηση, βηματίζω, τσαλαπατώ, κινώ, πηγαίνω, πατημασιά, δρασκελιά, περπατώ, μάρτιος, φόρα, ρέω, μετακομίζω, διάβημα, σαλεύω, να περπατήσει, για να περπατήσει, να περπατήσετε, να περπατήσουν, να περπατούν