Λέξη: παραχωρώ

Σχετικές λέξεις: παραχωρώ

παραχωρώ translation, παραχωρώ συνώνυμο, παραχωρώ μετάφραση, παραχωρώ δικαιώματα, παραχωρώ ετυμολογια, παραχωρώ στα αγγλικά, παραχωρώ συνώνυμα

Συνώνυμα: παραχωρώ

εκχωρώ, ενδίδω, απονέμω, κατανέμω, επιτρέπω, παραδέχομαι, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, δίνω, παρέχω, χαρίζω, υποχωρώ, αποφέρω, παράγω, εναποθέτω, παραιτώ, παραιτούμαι, υποκύπτω, αναγνωρίζω, συγκατατίθεμαι να δώσω, ασφαλίζω

Μεταφράσεις: παραχωρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bestow, concede, grant, vouchsafe, resign
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conferir, conceder, otorgar, conceda, concesión, concederá
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewähren, erteilen, bewilligen, Erteilung, zu gewähren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allouer, décerner, avouer, confesser, accorder, admettre, attribuer, concédez, céder, prêter, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concedere, accordare, concessione, rilasciare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
admitir, conceder, concessão, conceda, concederá, conceder a
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegeven, toekennen, verlenen, toestaan, te verlenen, kennen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уступить, припуститься, признавать, пожаловать, жаловать, поступиться, дарить, припустить, давать, даровать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innvilge, gi, gir, tildele, innrømme
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevilja, ge, beviljar, medge, ger
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suoda, myöntää, antaa, jakaa, lahjoittaa, myönnettävä, myöntämään, myöntävät
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indrømme, yde, tildele, give, meddele
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uznat, udělit, povolit, připustit, přiznat, poskytnout, přepustit, poskytovat, propůjčit, udělení, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwalać, ustąpić, ustępować, poddawać, przyznawać, użyczyć, okazywać, przydzielić, obdarzać, nadawać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
biztosít, megadását, megadja, adnak, adhat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hibe, vermek, izni, verme, verin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допускати, уступати, поміщати, подарувати, нагороджувати, припустити, припускатися, надавати, надаватиме, надаватимуть, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
japë, të japë, japin, jep, dhënien
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отпускане, даване, предоставят, предостави, издават
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадастаўляць, падаваць, даваць, прадстаўляць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
möönma, kinkima, rikastama, annetama, andma, anda, annavad, andmise, andmisest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozvoliti, priznati, prepustiti, dati, smjestiti, razmjestiti, darovati, odobriti, dodijeliti, izdati, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veita, veitt, að veita, gefa, veiti
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suteikti, suteikia, skirti, teikti, išduoti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piešķirt, piešķir, piešķiršanu, piešėirt, piešķirtu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доделување, грант, доделување на, даде, додели
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acorda, acorde, acordarea, acordă, acordare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
položit, umestit, odobri, podelitve, podelitev, odobrijo, podeli
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
udeliť, poskytnúť, udeľovať, udelenie, prideliť
Τυχαίες λέξεις