Moeheid στα ελληνικά
Μετάφραση: moeheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- moedig στα ελληνικά - γενναίος, θαρραλέος, θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος
- moedwillig στα ελληνικά - σκόπιμα, εσκεμμένα, επίτηδες, επιπόλαια, αναίτια, wantonly, απρόκλητα
- moeilijk στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, επίπονος, άβολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, ...
- moeilijkheid στα ελληνικά - δυσχέρεια, ενοχλώ, δυσκολία, πρόβλημα, ταλαιπωρία, φασαρία, μπελάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Moeheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση
Μεταφράσεις: κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση