Λέξη: κολίγας

Σχετικές λέξεις: κολίγας

κολίγας πατώματα, κολίγας λεξικό

Μεταφράσεις: κολίγας

κολίγας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tenant, crofters, tenants

κολίγας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inquilino, arrendatario, crofters, los crofters, pequeños agricultores, de Crofters, el Crofters

κολίγας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pächter, mieter, mietverhältnis, Kleinbauern, Crofters, Kätner, Crofter, für Kleinbauern

κολίγας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fermier, tenancier, affermer, locataire, amodiataire, crofters, petits fermiers, les crofters, des crofters, les petits fermiers

κολίγας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affittuario, inquilino, noleggiatore, Crofters, a Crofters, di Crofters

κολίγας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquilino, locatário, crofters, arrendatários, dos Crofters, nos pequenos agricultores

κολίγας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huurder, pachter, crofters, onderpachters, keuterboeren, van Crofters, keuters

κολίγας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жиличка, квартиросъёмщик, владелец, арендовать, нанимать, нанять, съемщик, жилец, квартиросъемщик, квартирант, житель, съёмщик, наниматель, арендатор, Crofters

κολίγας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leieboer, husmenn, Crofters, husmennene, av Crofters

κολίγας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arrendator, hyresgäst, torpare, crofters, torparna, torp

κολίγας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asukas, vuokralainen, vuokraaja, torpparit, torpparien, käsityöläistupia, torpparille, torppareiden

κολίγας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
husmændene, husmænd, Crofters, af Crofters

κολίγας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pachtýř, majitel, nájemník, pronajmout, nájemce, Crofters, chalupníků

κολίγας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lokator, najemca, dzierżawca, dzierżawić, wynajemca, dzierżawców, dzierżawcy, Crofters

κολίγας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kisbirtokosok, Crofters, The Crofters

κολίγας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiracı, crofters, The Crofters

κολίγας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орендар, наймати, орендувати, найняти, наймачі, Crofters

κολίγας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
crofters

κολίγας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
crofters

κολίγας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Crofters

κολίγας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asukas, üürnik, Renditalude, Crofters, Väiketalude, rendita- lude pidajatest

κολίγας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stanar, zakupac, crofters

κολίγας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
crofters

κολίγας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuomininkas, Crofters

κολίγας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īrnieks, nomnieks, rentnieks, sīksaimniekiem

κολίγας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
crofters

κολίγας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arendaş, micii arendași

κολίγας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nájemník, Crofters

κολίγας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Crofters
Τυχαίες λέξεις