Λέξη: σέσουλα
Σχετικές λέξεις: σέσουλα
σέσουλα αγορά, σέσουλα λευκάδα, σέσουλα θεσσαλονίκη, σέσουλα νέα μάκρη, σέσκουλα αγγλικά, σέσουλα καλαμάκι, σέσουλα εξάρχεια, σέσουλα περιστέρι, σέσουλα νεα, στη σέσουλα
Συνώνυμα: σέσουλα
εγγυητής, σεσούλα, αντλία
Μεταφράσεις: σέσουλα
σέσουλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scoop, the scoop, a scoop, scoop of
σέσουλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cazo, achicador, cuchara, pala, cucharón, bola, cucharada
σέσουλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scoop, schöpflöffel, schippe, schöpfen, knüller, schöpfkelle, ausschöpfen, schöpfer, schlenze, baggereimer, wasserschöpfer, spatel, schaufel, kelle, exklusivbericht, baggerlöffel, Schaufel, Scoop, Knüller, Portionierer, Kugel
σέσουλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuiller, seau, godet, louche, scoop, puiser, écope, cuillère, truelle, pelle, boule
σέσουλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mestola, mestolo, ramaiolo, scoop, paletta, cucchiaio, pallina, misurino
σέσουλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concha, pá, furo jornalístico, colher, scoop
σέσουλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
primeur, schep, bolletje, schepje, lepel
σέσουλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
черпать, вычерпывать, выдалбливать, ложечка, черпалка, ковш, набирать, копать, черпак, зачерпывать, черпание, совок, набрать, лопатка, зачерпнуть, Scoop, ветроуловитель
σέσουλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øse, kule, scoop, rund, med rund
σέσουλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skopa, ösa, scoop, skopan, skop, nyheterna
σέσουλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauhoa, kuoppa, lappaa, kippo, kauha, Scoop, skuuppi, paljastava scoop
σέσουλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kugle, scoop, skovl, skefuld
σέσουλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lopata, kbelík, nabrat, načerpat, lžíce, naběračka, naběrák, kopeček, lopatka, odměrka, lopatková
σέσουλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybrać, wydłubywać, czerpak, sensacja, czerpać, chochla, czerparka, wygrzebywać, kubeł, łyżka, szufelka, miarka, scoop
σέσουλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kaparókanál, kanalazás, lapátolás, kotróserleg, hangsiklás, szállítóvödör, bemerítés, gombóc, kanál, lapát, adagolókanál, kilapátol
σέσουλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kepçe, kaşık, Geniş yuvarlak, scoop, kepçesi
σέσουλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набирати, скрип, скрипіти, ківш, зачерпнути, черпати, шарудіти, набрати, совок
σέσουλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lugë e madhe, luhare, lopatëz, kaci, lugë akullore
σέσουλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
черпак, гребло, загребване, лъжичка, мерителна лъжица
σέσουλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
савок, шуфлік, совок, совак
σέσουλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kühvel, kühveldama, kulp, kokku kühveldama
σέσουλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kašičica, jama, žlica, crpsti, donošenje vijesti prije svih, ekskluzivna vijest, crpaljka
σέσουλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ausa, borið
σέσουλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samtelis, kaušas, sėmimas, sensacinga žinia, pasėmimas
σέσουλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liekšķere, sensācija, scoop, lāpstiņa, saldējuma bumbiņa
σέσουλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лажичка, заштита од гребење, лажица, споделам
σέσουλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
linguriță, lingura, scoop, lingură de
σέσουλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
scoop, zajemalka, merica, merice, merico
σέσουλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jamka, kopček, kopeček, kopec