Monopolie στα ελληνικά
Μετάφραση: monopolie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- monocle στα ελληνικά - μονόκλ, μονύελο, το μονόκλ, του Monocle για
- monoloog στα ελληνικά - μονόλογος, μονόλογο, μονολόγου, ο μονόλογος, το μονόλογο
- monotoon στα ελληνικά - μονότονη ομιλία, Μονοτονικές, μονότονο, μονόχρωμων, monotone
- monster στα ελληνικά - γεύομαι, δοκιμάζω, κτήνος, δείγμα, τέρας, δείγματος, του δείγματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Monopolie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής