Λέξη: πένσα

Σχετικές λέξεις: πένσα

πένσα utp, πένσα τοποθέτησης ενωτίων, πένσα με στρογγυλή μύτη, πένσα γκριπ, πένσα ακροδεκτών, πένσα για καλώδια δικτύου, πένσα για γαντζάκια, πένσα δικτύου, πένσα rj45, πένσα σύσφιξης δακτυλιδιών περιφράξεως

Συνώνυμα: πένσα

τανάλια, τσιμπίδα

Μεταφράσεις: πένσα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pliers, gripper, pair of pliers, pincers, plier
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alicates, tenazas, pinzas, los alicates, alicates de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zange, Zange, Zangen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pinces, pince, tenaille, une pince, des pinces, de pinces
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pinza, tenaglia, pinze, una pinza, le pinze, pliers
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alicate, alicates, um alicate, pliers, alicate de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tang, buigtang, tangen, een tang, pliers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плоскогубцы, цанги, кусачки, щипцы, клещи, плоскогубцами
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nebbtang, tang, tenger
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tång, tänger, en tång, tången
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pihdit, pihtejä, pihdeillä, pihtien, pliers
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tænger, tang, en tang, pliers, tangen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kleště, kleští, Pliers, Ploché kleště, kleště na
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obcążki, kombinerki, szczypce, cążki, obcęgi, cęgi, kleszcze, pliers, szczypce do
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
présfogó, nyomófogó, laposfogó, fogó, fogók, fogóval, fogót
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kerpeten, pense, penseler, pensesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
складки, плоскогубці
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pincë, pincë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клещи, щипци, клещите, клещи за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абцугi, абцугі, пласкагубцы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traaditangid, lapiktangid, tangid, pliers, näpitstangid, tangide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kliješta, pliers, kliještima, IT rješenja, kliješta za žicu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tangir, er útvega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
replės, žnyplės, pliers, plokščiareplės, reples
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
knaibles, plakanknaibles, pliers, knaibles Knaibles, noņemšanai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клешти, клешта, Клештите, клешти за, клештата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cleşte, clește, clești, clesti, clește de, un clește
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klešče, klešče za, klešč, Klesce, klešče Klešče
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kliešte
Τυχαίες λέξεις