Μονοπώλιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alleenhandel, monopolie, monopoliepositie, het monopolie, monopolie van, monopolistische
Μονοπώλιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονοπώλιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα ολλανδικά - spoor, paadje, wagenspoor, route, weg, afdruk, baan, ...
  • μονοπάτια στα ολλανδικά - paden, trails, wandelpaden, routes, slepen
  • μοντέλο στα ολλανδικά - model, modellering, modelleren, mal, maquette, toonbeeld, voorbeeld, ...
  • μοντέρνος στα ολλανδικά - bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: alleenhandel, monopolie, monopoliepositie, het monopolie, monopolie van, monopolistische