Nog στα ελληνικά

Μετάφραση: nog, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ήρεμος, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Nog στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • noemen στα ελληνικά - ονομάζω, παραθέτω, αναφορά, κλήση, καθορίζω, αναφέρω, μνημονεύω, ...
  • noen στα ελληνικά - μεσημέρι, το μεσημέρι, μεσημεριανές
  • nogal στα ελληνικά - νισάφι, πολλοί, πολλά, επαρκώς, άφθονος, μάλλον, όχι, ...
  • nogmaals στα ελληνικά - πάλι, ξανά, και πάλι, άλλη μια φορά, για άλλη μια φορά, μια ακόμη φορά, για μια ακόμη φορά
Τυχαίες λέξεις
Nog στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ήρεμος, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως