Λέξη: πατσαβούρα

Σχετικές λέξεις: πατσαβούρα

πατσαβούρα ετυμολογία, πατσαβούρα της βέρμαχτ, πατσαβούρα γλυκό, πατσαβούρα τυρόπιτα

Συνώνυμα: πατσαβούρα

κουρέλι, παλιοφυλλάδα, ράκος, μάκτρο, καρπαζιά, φάπα

Μεταφράσεις: πατσαβούρα

πατσαβούρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slut, whore, swab, rag, swob, clout, mop

πατσαβούρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prostituta, puta, torunda, escobillón, algodón, hisopo, hisopo de

πατσαβούρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nutte, ehebrecherin, flittchen, prostituierte, dirne, schlampe, hure, Tupfer, Abstrich

πατσαβούρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salope, putain, souillon, salope*, prostituée, écouvillon, tampon, tige, prélèvement

πατσαβούρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puttana, prostituta, baldracca, tampone, tampone di, bastoncino, batuffolo, batuffolo di

πατσαβούρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prostituta, cotonete, swab, zaragatoa, esfregaço, cotonete de

πατσαβούρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snol, lichtekooi, hoer, zwabber, wattenstaafje, staafje, swab, doekje

πατσαβούρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шлюха, девка, проститутка, блудница, грязнуля, потаскушка, курва, девчонка, сука, распустеха, неряха, тампон, мазок, тампоном, пробирка

πατσαβούρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hore, pinne, vattpinne, pinnen, dott, vattpinnen

πατσαβούρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svabb, pinne, stuss, bomullstopp, pinnprover

πατσαβούρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lumppu, huora, lunttu, portto, moppi, desinfektiotyynyllä, vanupuikolla, vanupuikko, pumpulipuikkoon

πατσαβούρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skøge, vatpind, podepinden, podning, vatpinden, podepind

πατσαβούρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostitutka, moura, cuchta, tampon, výtěr, stěr, tampón, výtěrů

πατσαβούρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jędza, pinda, dziewka, klępa, dziwka, ladacznica, flejtuch, klepanie, suka, prostytutka, wymaz, wacik, tampon, wymaz z, wymazu

πατσαβούρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felmosó, tampont, pálcikát, törlővel, vattával

πατσαβούρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fahişe, orospu, bez, swab, sürüntü, svap, sürüntüsü

πατσαβούρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нечепура, прочуханка, шльондра, проститутка, повія, нечупара, тампон

πατσαβούρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtupë, tampon

πατσαβούρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
моряк, тампон, тампона

πατσαβούρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тампон, тампонамі, тампоны

πατσαβούρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lirva, suur, pirakas, maani, tampoon, tampooniga, tampooni, tampooniga kogutud, lappi

πατσαβούρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prostitutka, djevojčura, bludnica, drolja, tampon, brisač, obrisak, bris, brisa

πατσαβούρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurrku, bómull, pinna, með sprittþurrkum, sprittþurrkum

πατσαβούρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tamponas, tamponu, tepinėlis, plaušinė šluota, plauti plaušine

πατσαβούρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prostitūta, beržamā suka, tamponu, tampons, iztriepe, uztriepe

πατσαβούρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брис, Стапчето, стапче, попивам вода, тромав човек

πατσαβούρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prostituată, tampon, tampon de, tampon cu, tamponul, bețișor

πατσαβούρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlačuga, bris, tamponom, brisa, palčka, tampon

πατσαβούρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tampón, tampon, tampónu
Τυχαίες λέξεις