Nors στα ελληνικά
Μετάφραση: nors, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραχύς, μελαχρινός, βλοσυρός, σκοτεινός, δυσάρεστος, σκούρος, πρόχειρος, κακότροπος, σκυθρωπός, δριμύς, θηριώδης, άσχημος, σκληρός, κτηνώδης, άγριος, μουχρός, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- norm στα ελληνικά - νόρμα, κριτήριο, μετρώ, πρότυπο, μέτρο, τυπική, προτύπου
- normaal στα ελληνικά - μέτρο, κανονικός, κριτήριο, φυσιολογικός, μετρώ, από προεπιλογή, εξ ορισμού, ...
- nota στα ελληνικά - λογαριασμός, σχολιασμός, ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, σημείωση, τόνος, ...
- notaris στα ελληνικά - συμβολαιογράφος, συμβολαιογράφου, συμβολαιογράφο, συμβολαιογραφικά, συμβολαιογραφικό
Τυχαίες λέξεις
Nors στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραχύς, μελαχρινός, βλοσυρός, σκοτεινός, δυσάρεστος, σκούρος, πρόχειρος, κακότροπος, σκυθρωπός, δριμύς, θηριώδης, άσχημος, σκληρός, κτηνώδης, άγριος, μουχρός, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Μεταφράσεις: τραχύς, μελαχρινός, βλοσυρός, σκοτεινός, δυσάρεστος, σκούρος, πρόχειρος, κακότροπος, σκυθρωπός, δριμύς, θηριώδης, άσχημος, σκληρός, κτηνώδης, άγριος, μουχρός, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες