Onbewerkt στα ελληνικά
Μετάφραση: onbewerkt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατέργαστος, ωμός, σκληρός, αγενής, χονδροειδής, αγροίκος, πρόχειρος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- onbetekenend στα ελληνικά - ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντες, αμελητέα
- onbeweeglijk στα ελληνικά - ακίνητος, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα
- onbewust στα ελληνικά - αναίσθητος, ασυνείδητα, ασυναίσθητα, υποσυνείδητα, και ασυνείδητα
- onbezet στα ελληνικά - κενό, κενός, αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα, άδειος, ακατοίκητες, ...
Τυχαίες λέξεις
Onbewerkt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατέργαστος, ωμός, σκληρός, αγενής, χονδροειδής, αγροίκος, πρόχειρος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Μεταφράσεις: ακατέργαστος, ωμός, σκληρός, αγενής, χονδροειδής, αγροίκος, πρόχειρος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα